Ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής
δεν απέβλεπε στην υστεροφημία. Τρομερά
εύκολος στο γράψιμο,
επί 35 συναπτά χρόνια (από το 1883 έως το 1918)
έγραφε
μόνος του κάθε βδομάδα
την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός,
η οποία, όσο κι
αν ακούγεται απίθανο σήμερα,
ήταν ολόκληρη έμμετρη,
από τον τίτλο της (Ο
Ρωμηός, εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής)
μέχρι τις μικρές αγγελίες της!
Στις
σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα
όλη η ιστορία αυτών των 35 χρόνων.
όλη η ιστορία αυτών των 35 χρόνων.
Αυτό
που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου
του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και
χαρακτηριστικά των Ελλήνων.
(κείμενο Νίκου Σαραντάκου)
Σήμερα, λοιπόν, μέρα εκλογών, ήρθε στη σκέψη μου ο παιχνιδιάρης ποιητής μας, με το χιούμορ και το ξεκαρδιστικό μπρίο του
και σας αφιερώνω αυτά που έχει πει για τους Έλληνες... που τώρα κατευθύνονται μπερδεμένοι προς τις κάλπες... Σε αυτή την περίεργη και ίσως κάπως ευτράπελη σημερινή εκλογική μάχη ταιριάζουν πολύ τα στιχάκια που ακολουθούν...
Ὁ Ῥωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
Ὁ Ῥωμηὸς στὸν Παράδεισο
Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!
Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις...
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!
Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις...
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!
Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις...
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!
Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις...
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!
Ἀρχηγοί
Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό· ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ. Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης, μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν, ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ, δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν. Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει, ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα; ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη, καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα; Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα... ᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα· ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν, κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα. Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς· ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι, ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς. Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα, ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς, ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι, κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς. Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης, ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.
Οι
φόροι
«Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη, ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει. Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα. Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη. Τέτοιοι χωριάτες που ‘μαστε αντέχουμε εις όλα και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα. Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι Πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει. Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος: Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος – μάρτυς – ήρως».
Κλείνω την ανάρτηση με το πιο διάσημό του πια ποίημα
ιδίως μετά την έλευση του ΔΝΤ...
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
|
No comments:
Post a Comment