Saturday, May 5, 2012

Ποιήματα του Σουρή για τους Έλληνες



Ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής 
 δεν απέβλεπε στην υστεροφημία. Τρομερά εύκολος στο γράψιμο, 
επί 35 συναπτά χρόνια (από το 1883 έως το 1918) 
έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα 
την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός
η οποία, όσο κι αν ακούγεται απίθανο σήμερα,  
ήταν ολόκληρη έμμετρη
από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής) 
μέχρι τις μικρές αγγελίες της!



Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα 
όλη η ιστορία αυτών των 35 χρόνων.

 
 Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων.

Σήμερα, λοιπόν, μέρα εκλογών, ήρθε στη σκέψη μου ο παιχνιδιάρης ποιητής μας, με το χιούμορ και το ξεκαρδιστικό μπρίο του
και σας αφιερώνω αυτά που έχει πει για τους Έλληνες... που τώρα κατευθύνονται μπερδεμένοι προς τις κάλπες... Σε αυτή την περίεργη και ίσως κάπως ευτράπελη σημερινή εκλογική μάχη ταιριάζουν πολύ τα στιχάκια που ακολουθούν...

ωμηός

Στν καφεν π᾿ ξω σν μπέης ξαπλωμένος,
το
λιου τς κτνες χόρταγα ρουφ,
κα
στν φημερίδων τ νέα βυθισμένος,
κανέναν δ
ν κοιτάζω, κανέναν δν ψηφ.
Σ μία καρέκλα τνα ποδάρι μου τεντώνω,
τ λλο σ μίαν λλη, κι λίγο παρεκε
φήνω τ καπέλο, κα ρχιν μ τόνο
το
ς πουργος ν βρίζω κα τν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ορανς ! τί φύσις !
χνίζει μπροστά μου καϊμακλς καφές,
κι
γ κατεμπνευσμένος γι λα φέρνω κρίσεις,
κα
μόνος μου τς βρίσκω μεγάλες κα σοφές.
Βρίζω γγλέζους, Ρώσους, κα ποιους λλους θέλω,
κα
στρίβω τ μουστάκι μ᾿ γέρωχο πολύ,
κα
μέσα στ θυμό μου κατ διαόλου στέλλω
τ
ν διον αυτό μου, κα γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τν νον στν Διάκο κα ες τν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τ
γένια μου μαδ,
τ
ν λληνα ες λα νώτερο τν βρίσκω,
κι
πάνω στν καρέκλα χαρούμενος πηδ.
Τν φίλη μας Ερώπη μ πέντε φασκελώνω,
πάνω στ τραπέζι τν γρόθο μου κτυπ...
χύθη καφές μου, τ ροχα μου λερώνω,
κι
σες βλαστήμιες ξέρω ρχίζω ν τς π.
Στν καφετζ ξεσπάω... φωτι κι κενος παίρνει.
μέσως νω κάτω το κάνω τν μπουφέ,
τ
ν βρίζω κα μ βρίζει, τν δέρνω κα μ δέρνει,
κα
τέλος... δν πληρώνω δεκάρα τν καφέ.


ωμης στν Παράδεισο

Θεούλη μου, τί σο λθε ν μ᾿ γιάσεις;
νομίζεις π
ς θ μ᾿ μελλε καθόλου,
ν θελες κι μένα ν κολάσεις
κα
μ᾿ στελνες παρέα το διαβόλου;
Μ
᾿ ρέσει Παράδεισος, λήθεια,
χωρ
ς δουλει σκοτώνω τ καιρ
βλέπω
γίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι
κούω κα τραγούδια θεϊκά,
μά,
λα πο δν χετε συνήθεια,
ν
λέτε κι να δυ πολιτικά!
Σ
κυβερνς γι πάντα μ γαλήνη
κι
ρα π᾿ τ θρόνο σου δ πέφτεις...
ς ταν δυνατν Θες ν γίνει
κα
λλος σν σένα, λίγο ψεύτης,
ν
μοιρασθε τν ορανν τ᾿ σκέρι,
ν
πνε κα μ᾿ κενον ο μισοί,
νά
ρχεται ατός, ν πέφτεις σύ,
ν
γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μ
λα δ εναι τακτικά,
ορανς Θε σένα ξέρει,
κα
δ μιλον πολιτικά!
δ πο μ᾿ συχία λοι ζονε,
γι
μένα εναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικ
τ᾿ ατιά μου ς κονε,
κι
ς εμαι κα στ κόλαση, χαλάλι!
ν εχες ες τ νο ν μ κολάσεις,
κα
μ᾿ φερες κοντά σου γι ποινή,
νά! κόλαση γι
μ ληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μ
μ σκάσεις,
κα
διξε με στ λέω παστρικά,
γιατ
λλις στιγμ δ θ συχάσεις...
Μονάχος θ
μιλ πολιτικά!


                     Ἀρχηγοί

Το Διογένη πιάσετε μέσως τ φανάρι,
κι
᾿ λτε ν γυρέψουμε κανέναν ρχηγό·
λλ καθένας μας, θαρρ, εν᾿ ξιος ν πάρ
τ
ν ρχηγίαν κόμματος, κόμη δ κι᾿ γώ.
Γι
τ πρωτεα ξεψυχ κάθε Ρμις λεβέντης,
μόνον α
τς πρωθυπουργός, μόνον ατς φέντης.
Τί ρχηγν κατακλυσμός! ... κι᾿ ο λληνες κενοι,
πο
τν καφφέ των βερεσ ες τ Χαυτεα πίνουν,
ν ρχηγίαν ξαφνα κανένας τος προτείν,
δ
ν θ διστάσουν βέβαια κα ρχηγο ν γίνουν.
Κι
᾿ ατς σχατος Ρωμης γι λα κάτι ξέρει,
λληνος τράχηλος ποτ ζυγν δν ποφέρει.
δο ντας φουστανελλς μ φέσι κα σελάχι!
ποι
ς ξέρει ν Πρωθυπουργς δν γίν καμμι ᾿μέρα;
ποι
ς ξέρει πόσα σχέδια κα παιτήσεις θχη,
κα
ν τν διπλωματικ δν συνταράξ σφαρα;
! ναί! ποτ τν λληνα μ θεωρτε πτμα...
᾿ς λους θ λθη σειρ ν κυβερνήσουν κόμμα.
Μς λείπει νας ρχηγός;... πενντα ξεφυτρόνουν,
τ
να κόμμα χάνεται;... θ βγουν λλα δέκα·
λοι γι τ ξίωμα το ρχηγο μαλλόνουν,
κι
᾿ σως ργότερα μς βγ ᾿ς τ μέση κα γυνακα.
λλ κι᾿ γ φανς τν θηνν πολίτης
λπίζω πς καμμι φορ θ γίνω Κυβερνήτης.
μπρός! μ πόζα ρχηγο καθένας ς προβάλλη,
π᾿ λους ς κυβερνηθ προσφιλς λλάς·
ς γίν μέτερος, ς γίνουν μως κι᾿ λλοι,
ς γίν κι Κατσικαπς κι᾿ ατς Μπουλελς.
ς πλημμυρίσ μ᾿ ρχηγος τ θνος πέρα πέρα,
ς μς σηκώσ ξαφνα κα Ροζο παντιέρα.
Μονάχα νας βασιλες μ μένη ᾿ς τ Παλάτι,
πεν
ντα δυ τουλάχιστον ς νε βασιλες,
λοι ς βγουν κύριοι ᾿ς τν λλων τ γεινάτι,
κι
᾿ γδόντα πέντε Πρόεδροι ς γίνουν τς Βουλς.
λοι τρανο πολιτικοί, κανένας διώτης,
λοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.

                        Οι φόροι

«Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα
σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι
κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει
βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει.
 
Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα
μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει
φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα
του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.

Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει
χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι
κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες που ‘μαστε αντέχουμε εις όλα
και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.

Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη
κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει.

Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία
Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία
Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος:
Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος

Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά
Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει
χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά
Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος
Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος – μάρτυς – ήρως».


Κλείνω την ανάρτηση με το πιο διάσημό του πια ποίημα
ιδίως μετά την έλευση του ΔΝΤ...

Ποις εδε κράτος λιγοστ
 
Ποις εδε κράτος λιγοστ
σ
᾿ λη τ γ μοναδικό,
κατ ν ξοδεύ
κα
πενήντα ν μαζεύ;
Ν τρέφ λους τος ργούς,
ν
χ πτ Πρωθυπουργούς,
ταμε
ο δίχως χρήματα
κα
δόξης τόσα μνήματα;
Νχ κλητρες γι φρουρ
κα
ν σ κλέβουν φανερά,
κι
ν ατο σ κλέβουνε
τ
ν κλέφτη ν γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχο κα ρχοντες μ μαξες κα τια,
κλέφτες χωρ
ς μία πχυ γ κα κλέφτες μ παλάτια,
νας κλέβει ρνιθες κα σκάφες γι ψωμ
λλος τ θνος σύσσωμο γι πλούτη κα τιμή.
λα σ᾿ ατ τ γ μασκαρευτκαν
νείρατα, λπίδες κα σκοποί,
ο
μορες μας μουτσονες γινκαν
δ
ν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
λληνας δυ δίκαια σκε πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε κα
ορεν ες ποιο θέλει μέρος.
Χαρ στος χασομέρηδες! χαρ στος ρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε
ρωμις κα δασκαλοκρατιέται.
Γι᾿ ατ τ κράτος, πο τιμ τ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτ
ρ στ χρόνια τ παλιά, σικτρ κα στ καινούργια!
Κα τν σοφν ο λόγοι θαρρ πς εναι ψώρα,
πιστ
ς ες ,τι λέγει κανένας δν φάνη...
α
τς πλάνος κόσμος κα πάντοτε κα τώρα,
δ
ν κάνει ,τι λέγει, δν λέγει ,τι κάνει.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαο,
φος το γόη, ψευτομοιραο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθ
ντίληψη, μυαλ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι
λα τ ξέρει.
Κι
π προσπάππου κι π παππο
συγχρόνως μπο
φος κα λεπο.
Κα ψωμοτύρι κα γι καφ
τ
«δ βαρυέσαι» κι «χ δερφέ».
σν πολίτης, σκυφτς ραγις
σ
ν πιάσει πόστο: δερβεναγς.
Θέλει κόμα -κι ατ εναι ραο-
ν
παριστάνει τν ερωπαο.
Στ
δυ φορώντας τ πόδια πού χει
στό
να λουστρίνι, στ᾿ λλο τσαρούχι.
Δυστυχία σου λλάς, μ τ τέκνα πο γεννς.
Ελλάς, ρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;



No comments:

Post a Comment